Εικόνα: Το μοναστήρι του υπερευλογημένου σωτήρος Χριστού, το επονομαζόμενον Αρκάδι δεν είναι μόνο σύμβολο της Αρκαδικής εθελοθυσίας. Είναι και σύμβολο της Κρητικής Αναγέννησης. Το νοταριακό έγγραφο του συμβολαιογράφου (νοταρίου) Μιχαήλ Μαρά με ημερομηνία 16-05- 1572, που αναφέρει επί λέξει: « Έστοντας και ο ευγενέστατος και μεγαλότατος ημών αυθέντης Ματθαίος Καλλέργης να κράξει τον ευλαβέστατον ιερομόναχον και πνευματικόν κυρ Κλήμην Χορτάτζη ως ηγούμενον του μοναστηρίου του υπερευλογημένου σωτήρος Χριστού ονομαζόμενον Αρκάδι εις τον τόπον του λεγομένου αυθέντη Καλέργη και να του δώσει είδησιν και λόγον να γενή το άνωθι μοναστήριον κοινόβιον, ο οποίος απόμεινε κοτέντος, ομοίως και οι άλλοι επίλοιποι μοναχοί και αδελφοί του μοναστηρίου όλοι απομείναμεν κοτέντοι και επροσκυνήσαμεν τον ορισμόν και τον λόγον της αυθεντίας του και εβάλαμεν μετάνοιαν να γενούμεν όλοι κοινοβιάται…» Η αρχιτεκτονική του ναού της μονής είναι φανερά επηρρεασμένη από τον ιταλό αρχιτέκτονα SEBASTIANO SERLIO από τη Μπολόνια. Τα αρχιτεκτονικά βιβλία του SERLIO ήταν ευρύτατα διαδεδομένα στην Κρήτη και την επίδρασή τους συναντούμε σε μια ολόκληρη σειρά από κτίσματα. Στο συγκεκριμένο πεντάτομο βιβλίο του SERLIO βρίσκομε τα πρότυπα της πρόσοψης της εκκλησίας του Αρκαδίου. Ο κρητικός αρχιτέκτονας με βάση το βιβλίο του SERLIO κατέληξε στην οριστική μορφή αφού την εμπλούτισε με ντόπια αρχιτεκτονικά στοιχεία και αφού συνήρμοσε όλα τα στοιχεία σε μια τελική πρωτότυπη σύνθεση δικής του επινοήσεως, η οποία προσαρμόσθηκε με τρόπο αριστοτεχνικό στις απαιτήσεις του δίκλιτου ναού του Αρκαδίου.
Η συμβολή του Ρεθύμνου στην Κρητική Αναγέννηση
Ανοίγω και πάλι σήμερα τον φάκελο του Γεωργίου Χορτάτζη, του μεγάλου αλλά παντελώς αγνοημένου από το σημερινό Ρέθυμνο ποιητή. Είναι δικαίωμα του Δήμου Ρεθύμνου να τον αγνοεί πραγματοποιώντας κάθε χρόνο πολυήμερα και δαπανηρά αναγεννησιακά φεστιβάλ χωρίς την παραμικρή αναφορά στο όνομα του Ρεθύμνιου αναγεννησιακού συγγραφέα. Είναι όμως και δικαίωμα δικό μου να επαναφέρω το θέμα συνεχώς, όσες φορές το θεωρώ απαραίτητο.
Σήμερα δεν χρειάζεται να μιλήσω ο ίδιος. Θα αφήσω να μιλήσει αντί για μένα, μια μεγάλη διάνοια της σύγχρονης Ελλάδας, ο καθηγητής Στυλιανός Αλεξίου.
Ο Αλεξίου θα μιλήσει μέσω ενός παλαιότερου άρθρου του στην εφημερίδα «Ρεθεμνιώτικα Νέα». Το άρθρο αυτό φέρνω στο φως σήμερα ως λίαν επίκαιρο. Έχει ως θέμα ακριβώς τη γενικότερη συμβολή του Ρεθύμνου στην Κρητική Αναγέννηση με ιδιαίτερη αναφορά στον Γεώργιο Χορτάτζη.
Ιδού λοιπόν το άρθρο που γράφτηκε και δημοσιεύτηκε το 1988 με την ευκαιρία του Αναγεννησιακού φεστιβάλ της χρονιάς εκείνης. Το έχω φυλάξει από τότε με επιμέλεια, θεωρώντας το πολύτιμο γιατί είναι γραμμένο με σαφήνεια και μπαίνει στην ουσία του θέματος. Με την ευκαιρία της σημερινής αναδημοσίευσής του, καλώ τους Ρεθεμνιώτες να πάρουν θέση πάνω στο θέμα «Χορτάτζης». Έχομε χρέος όλοι να πάρομε θέση. Ο Γεώργιος Χορτάτζης σήμερα παραμερίζεται και σταδιακά περνά στο περιθώριο ιδιαίτερα από τους νέους, μέσα στον ίδιο τον τόπο καταγωγής του, στο Ρέθυμνο.
«ΡΕΘΕΜΝΙΩΤΙΚΑ ΝΕΑ»
Κυριακή 3 Ιουλίου 1988
ΜΕ ΤΗΝ ΕΥΚΑΙΡΙΑ ΤΟΥ ΦΕΣΤΙΒΑΛ
Η συμβολή του Ρεθύμνου
στην
Κρητική Αναγέννηση
Του ΣΤΕΛΙΟΥ ΑΛΕΞΙΟΥ
Καθηγητή Πανεπιστημίου Κρήτης
Μεγάλη είναι η πνευματική παράδοση του Ρεθύμνου, γιατί μεγάλες κρητικές ψυχές, τεχνίτες του λόγου και σοφοί γεννήθηκαν και έζησαν εδώ. Το μεγαλύτερο από τα ένδοξα παιδιά του Ρεθύμνου είναι βέβαια ο Γεώργιος Χορτάτσης, ο γενάρχης της νεοελληνικής τέχνης του στίχου και της σκηνής, ο ποιητής της Ερωφίλης, της Πανώριας και του Κατσούρμπου, τριών λαμπρών θεατρικών έργων που παίζονται σήμερα με επιτυχία και μελετώνται όχι μόνο στην Ελλάδα, αλλά και στο εξωτερικό.
Ο Χορτάτσης είναι μορφωμένος ποιητής που αγκάλιασε τη δημοτική γλώσσα και εργάσθηκε για την καλλιέργεια, τον πλουτισμό και τη διαμόρφωσή της σε τέλειο εκφραστικό όργανο. Πήρε ως βάση το κρητικό ιδίωμα, τη γλώσσα των θαυμαστών δημοτικών τραγουδιών της Κρήτης και πάνω σ’ αυτή έχτισε το οικοδόμημά του. Δέχθηκε στη γλώσσα του πολλά στοιχεία της γραφομένης, απομάκρυνε πολλά που δεν μπορούσαν να αφομοιωθούν, και έδωσε διαύγεια και δύναμη στο στίχο.
Το ιδίωμα της κρητικής λογοτεχνίας, με τον Χορτάτση, παύει να είναι μεικτό και γίνεται μια «κλασσική» γλώσσα. Αυτό που μάταια προσπάθησαν να κάμουν οι γλωσσολόγοι του 1900 με τους αγώνες των, το είχε ήδη κατορθώσει κατά τον τελειότερο τρόπο ο μεγαλοφυής Ρεθύμνιος του ΙΣΤ’ αιώνα. Ο Χορτάτσης αναγνωρίζεται σήμερα ο μεγάλος ανανεωτής της γλώσσας και της λογοτεχνίας της εποχής του, ο θεμελιωτής του Κρητικού Θεάτρου, δάσκαλος και οδηγητής του Βιτσέντζου Κορνάρου, μια από τις μεγαλύτερες ελληνικές διάνοιες.
Ο Χορτάτσης χρησιμοποιεί βέβαια ορισμένα ιταλικά πρότυπα στο θεατρικό του έργο, αλλά τα πρότυπα αυτά τα ανέπλασε δημιουργικά. Και ας μη νομίσει κανείς ότι τα θέματά του είναι μόνο βασίλισσες που χάνουν τη ζωή τους για την αγάπη και συμβατικές βοσκοπούλες.
Υπάρχει ένα σοβαρό στοιχείο κοινωνικής κριτικής στο έργο του. Με δύναμη στιγματίζει στην Ερωφίλη τη βία της αυταρχικής εξουσίας, όπως στην καταπληκτική σκηνή των βασανιστηρίων στα χορικά του, που είναι εφάμιλλα ή και ανώτερα των χορικών του Σοφοκλή, καταδικάζει την παρανοϊκή δίψα της δύναμης και του πλούτου (στα πρότυπα του το στοιχείο αυτό είναι λιγότερο έντονο).
Υπάρχει ένα σοβαρό στοιχείο κοινωνικής κριτικής στο έργο του. Με δύναμη στιγματίζει στην Ερωφίλη τη βία της αυταρχικής εξουσίας, όπως στην καταπληκτική σκηνή των βασανιστηρίων στα χορικά του, που είναι εφάμιλλα ή και ανώτερα των χορικών του Σοφοκλή, καταδικάζει την παρανοϊκή δίψα της δύναμης και του πλούτου (στα πρότυπα του το στοιχείο αυτό είναι λιγότερο έντονο).
Εκτός από τις πληροφορίες που έχουμε για τη ρεθεμνιώτικη καταγωγή του μεγάλου αυτού ποιητή και για ορισμένους επιφανείς συγγενείς του, μας πείθει γι’ αυτήν και ο ίδιος, αφού στο έργο του μνημονεύει βουνά και σπανιότατα τοπωνύμια του νομού Ρεθύμνης.
Αλλά και πολύ προ του Χορτάτση που ζούσε στα 1600, ήδη στον ΙΕ’ αιώνα συναντούμε άλλον ένα πιθανώς Ρεθύμνιο ποιητή, τον Μπεργαδή, που το βαθύ και υποβλητικό έργο του «Απόκοπος», θαυμάστηκε από κορυφαίους Έλληνες Ιστορικούς, φιλολόγους και λογοτέχνες, όπως ο Παπαρρηγόπουλος, ο Δημήτριος Βερναρδάκης και ο Κωστής Παλαμάς.
Ρεθύμνιος ήταν και ο Ιωάννης Πικατόρος και ίσως στην περιοχή του Ρεθύμνου θα έπρεπε να αναζητηθεί η καταγωγή και του σατυρικού ποιητή Στεφάνου Σαχλίκη, αφού σε έγγραφο του Προφήτη Ηλία Ρουστίκων αναφέρεται το Μετόχι τω Σαχλίκω, όπου θα υπήρχαν κτήματα της οικογένειας.
Σημαντικός ως πρόδρομος είναι και άλλος ένας εξακριβωμένος Ρεθύμνιος ποιητής, ο Αντώνιος Αχέλης, που ζούσε τον ΙΣΤ’ αιώνα και που, όπως φαίνεται, επηρέασε, ως προς τις παρομοιώσεις, τον Ερωτόκριτο.
Σε άλλη ρεθεμνιώτικη οικογένεια, γνωστή χάρη στις έρευνες του κ. Μ. Μανούσακα, ανήκει ο Ιωάννης Ανδρέας Τρόϊλος, που έγραψε την τραγωδία «Ροδολίνος» με την πλούσια γλώσσα και τον πυκνό και περίτεχνο στίχο.
Ιδιαίτερος λόγος αξίζει να γίνει για τον Μαρίνο Τζάνε Μπουνιαλή, γιατί είναι παραγνωρισμένος. Ο Γιώργος Σεφέρης τον αποκαλούσε «μια από τις πιο αξιαγάπητες φυσιογνωμίες της εποχής εκείνης». Στο έμμετρο πολύστιχο αφήγημά του, ο Τζάνες εξιστορεί με συναρπαστικό τρόπο την εκστρατεία των Τούρκων για την κατάληψη της Κρήτης, και τον πόλεμο που κράτησε περισσότερο από είκοσι χρόνια και τελείωσε με την παράδοση του Κάστρου-Ηρακλείου, στα 1669. Βήμα προς βήμα παρακολουθούμε την εφιαλτική προέλαση των Πασάδων από τα Χανιά στο Ρέθυμνο και από το Ρέθυμνο στο Κάστρο.
Το έργο εκφράζει με πάθος την πιο συγκεκριμένη μορφή της φιλοπατρίας, την αγάπη για τη γενέθλια πόλη και το βαθύ πόνο των Κρητικών για τη μεγάλη συμφορά. Ο Τζάνες γράφει χωρίς μεγάλες λογοτεχνικές αξιώσεις και το έργο είναι άνισο. Σε ορισμένα σημεία το ύφος θυμίζει καθημερινή συνομιλία, τον ψίθυρο με τον οποίο διαδίδεται μια κακή είδηση σε ανήσυχους καιρούς ή τις πρόχειρες πεζές σημειώσεις ενός πολεμικού ημερολογίου με πυκνή στρατιωτική ορολογία. Η φθορά του κειμένου και η κακή έκδοση του Ξηρουχάκη αδικούν το έργο. Αλλά παρ’ όλα αυτά, συχνά στο ποίημα ο στίχος ανεβαίνει σε επικό και λυρικό ύψος, σε μοναδική εκφραστική ακρίβεια και πληρότητα. Συχνά μας δίδονται αριστουργηματικά ρεαλιστικές εικόνες για στρατόπεδα, μάχες, βομβαρδισμούς, ανατινάξεις, εκτελέσεις, ναυάγια. Όλα αυτά χωρίς πουθενά να διακρίνεται μόχθος. Οι καλοί ή μέτριοι στίχοι βγαίνουν αβίαστα από την ψυχή του ποιητή, που, όπως πολλοί λαϊκοί άνθρωποι, είχε έμφυτο το μυστικό του καίριου και επιγραμματικού λόγου. Έτσι περιγράφει ακόμη την πείνα, τις αρρώστιες, τις ταλαιπωρίες και τον εκπατρισμό των αμάχων, τη νοσταλγία των προσφύγων για την παλιά χαμένη ειρηνική ζωή. Με τον Μπουνιαλή η κρητική λογοτεχνία περνά από τη συμβατική φάση (της ερωτικής μυθιστορίας, του θεάτρου και του ειδυλλίου) στον απόλυτο ρεαλισμό.
Ιδιαίτερα ενδιαφέρον είναι το μέρος όπου ο Τζάνες περιγράφει πως ο πληθυσμός του Ρεθύμνου κατέφυγε στη Φορτέτζα και επίσης το τμήμα όπου το Ρέθυμνο προσωποποιείται και κλαίει για την καταστροφή και την υποδούλωση, επικαλούμενο τον Ψηλορείτη και τον Βρύσινα.
Ο «Κρητικός πόλεμος» του Μαρίνου Τζάνε Μπουνιαλή είναι μια ποιητική χρονογραφία που δείχνει πόσο φυσικό ήταν την εποχή εκείνη να εκφράζει κανείς τα πάντα με την ποίηση. Η ποίηση ήταν είδος πρώτης ανάγκης, λειτουργία κοινωνική, έκφραση του προσωπικού και ομαδικού βιώματος.
Στην ώριμη ηλικία του, ο Τζάνες γράφει άλλο ένα έργο που τυπώθηκε κι αυτή στη Βενετία, επιγράφεται «Ψυχωφελής κατάνοιξις», περιλαμβάνει ένα «Διάλογο Ψυχής και Νεκρού» και άλλα κεφάλαια σχετικά. Αναγνωρίζει κανείς συχνά και στο έργο αυτό την εκφραστική ποιότητα και ακρίβεια που χαρακτηρίζει τον Τζάνε στις καλές στιγμές του, όπως στην αποκαλυπτική περιγραφή του ξεπεσμού του ανθρώπου που θα προηγηθεί της Κρίσεως. Πρόκειται χωρίς αμφιβολία για συνειδητή συνέχεια της μεσαιωνικής πένθιμης λογοτεχνίας, που το πνεύμα της ξαναζεί στον ποιητή από τη βαθειά απογοήτευση που έφερε η τουρκική κατάκτηση και από τις απερίγραπτες εικόνες δυστυχίας και ξεριζωμού που είδε.
Το βαθύ, μεταφυσικό και συμβολικό αυτό έργο έγινε αγαπητό λαϊκό ανάγνωσμα με το όνομα «Φυλλάδα της Ψυχής». Και δεν θα είναι παρακινδυνευμένο αν δεχθούμε ότι το περίφημο μέρος του «Κρητικού» του Σολωμού που αρχίζει:
Λάλησε, σάλπιγγα κ’ εγώ το σάβανο τινάζω
Απηχεί το στίχο του Τζάνε (από τη «Φυλλάδα της Ψυχής»):
Σάλπιγγες θα λαλήσουσι, οι τάφοι ν’ ανοιχτούσι.
Αποφασιστική υπήρξε λοιπόν η συμβολή του Ρεθύμνου στη δημιουργία της Κρητικής Λογοτεχνίας και στη διαμόρφωση του κρητικού ιδιώματος ως καλλιεργημένης γραπτής γλώσσας. Έτσι εξηγείται η παρουσία χαρακτηριστικών τύπων του λόγο της δυτικής Κρήτης όχι μόνο στον πρωτεργάτη του πνευματικού αυτού άθλου, τον Χορτάτση, και στους άλλους Ρεθεμνιώτες ποιητές, αλλά και στους καταγομένους από την ανατολική Κρήτη.
Αλλά εξ ίσου σημαντική ήταν η συμβολή του Ρεθύμνου των αναγεννησιακών χρόνων στα αρχαία ελληνικά και λατινικά γράμματα και στις επιστήμες. Γνωστοί είναι ο Ζαχαρίας Καλλέργης, ο Νικόλαος Βλαστός, ο Φραγκίσκος Πόρτος, εκδότες ελληνικών κειμένων στη Δύση. Αλλά κυρίως εντύπωση προκαλεί η ιδιότυπη, ανήσυχη και πολύπλευρη προσωπικότητα του Φραγκίσκου Μπαρότση, που απεκάλυψε στο Τρίτο Διεθνές Κρητικό Συνέδριο του Ρεθύμνου ο κ. Ν. Παναγιωτάκης. Πρόκειται για έναν από τους πιο διακεκριμένους μαθηματικούς της Ευρώπης, που αποκατέστησε, εξέδωσε και μετέφρασε στα λατινικά, από τα αρχαία ελληνικά, μαθηματικά κείμενα καθώς και έργα γεωμετρίας και μηχανικής. Ο ίδιος συνέγραψε μια ογκώδη κοσμογραφία και μια περιγραφή της Κρήτης από γεωγραφική, αρχαιολογική και ιστορική άποψη.
Βέβαια στην κοσμογραφία του, που τυπώθηκε το 1585, σαράντα περίπου χρόνια μετά τη διατύπωση της θεωρίας του Κοπερνίκου, ο Μπαρότσης επιμένει ακόμη στη θεωρία ότι η γη είναι το κέντρο του κόσμου και γύρο της στρέφονται τα άστρα και ο ήλιος. Αυτό δεν πρέπει να μας παραξενεύει, γιατί μόνο τον ΙΖ’ αιώνα, έπειτα από τις παρατηρήσεις του Γαλιλαίου, άρχισε να εδραιώνεται στην επιστημονική δυτική σκέψη το ηλιοκεντρικό κοπερνίκειο σύστημα. Ο Γαλιλαίος καταδιώχθηκε ως οπαδός του Κοπερνίκου στα 1615. Ήταν λοιπόν φυσικό τριάντα χρόνια πριν από το γεγονός αυτό ο Κρητικός κοσμογράφος να είναι ακόμη πιστός στην παραδοσιακή κοσμοθεωρία της αρχαιότητα και των μέσων χρόνων.
Οι ερευνητικές περιέργειες του Ρεθεμνιώτη σοφού, που προσπαθούσε να δημιουργήσει τεχνητή βροχή, να βρει τρόπο να γίνεται αόρατος και να κατασκευάζει ερωτικά φίλτρα, του στοίχισαν μια δίωξη από την Ιερά Εξέταση με την κατηγορία της μαγείας. Καταδικάστηκε σε πρόστιμο και φυλάκιση και αναδείχθηκε έτσι σε μάρτυρα της προεπιστημονικής έρευνας.
Άλλος διάσημος Ρεθεμνιώτης σοφός του ΙΣΤ’ αιώνα ήταν και ο ιατροφιλόσοφος και φιλόλογος Δανιήλ Φουρλάνος που ασχολήθηκε με την αποκατάσταση, το σχολιασμό και τη λατινική μετάφραση πολλών έργων του Αριστοτέλη και του Θεοφράστου. Σπουδασμένος και αυτός, όπως και ο Μπαρότσης και πολλοί άλλοι Ρεθύμνιοι στην Πάδοβα, είχε κατά τον κ. Μ. Μανούσακα που μας τον έκαμε γνωστό, «θαυμαστή ελληνομάθεια και λατινομάθεια». Ο Φουρλάνος χαρακτηρίζεται σε επιστολή του σοφού φίλου του Μαξίμου Μαργουνίου «Κρης ανήρ εις άκρον παιδείας εληλακώς». Ο επίσης φίλος του Ιωάννης Βεργίτσης τον ονομάζει «μεγάλο φως των επιστημών και των ευγενικών τεχνών στην Ανατολή».
Ιδιαίτερη σημασία έχει το ότι παρά τα ιταλικά τους ονόματα οι δυο αυτοί σοφοί Ρεθεμνιώτες, ο Μπαρότσης και ο Φουρλάνος, είχαν ζωηρότατη ελληνική συνείδηση και ήσαν αληθινοί κρητολάτρες, όπως δείχνουν οι σωζόμενοι λόγοι, οι επιστολές και τα επιγράμματά τους. Έτσι ο Μπαρότσης γράφει σε ένα του λόγο: «Η Κρήτη είναι το πιο ευγενικό και το πιο πλούσιο τμήμα της Ελλάδος, το πιο ωραίο μέρος του κόσμου και έχει το τελειότερο κλίμα. Βγάζει δυνατές ανθρώπινες φύσεις και πνεύματα οξύτατα. Με όλα αυτά τα πλεονεκτήματα είναι φτιαγμένη για να δεσπόζει στην Ελλάδα και γι’ αυτό εκυριάρχησε ο Μίνως στο Αιγαίο κατά την αρχαιότητα».
Υπήρχε ακόμη στο Ρέθυμνο από το 1562 μια δωδεκαμελής Ακαδημία που είναι το παλαιότερο πνευματικό σωματείο των νεωτέρων χρόνων στην Ελλάδα. Η επωνυμία του σωματείου ήταν οι Vivi, δηλαδή οι Ζωντανοί. Η Ακαδημία αυτή, στην οποία πρωτοστατούσε ο Μπαρότσης, ήταν ένας φιλολογικός σύλλογος που οργάνωνε συγκεντρώσεις για απαγγελίες ποιημάτων, λόγους ρητορικούς και ίσως και θεατρικές παραστάσεις.
Αν και δεν ξέρομε πολλά πράγματα για τη δραστηριότητα της Ακαδημίας του Ρεθύμνου, είναι πιθανόν ότι θα βοήθησε στο να διαδοθούν στην Κρήτη τα είδη του λόγου που είχαν γίνει και πάλι του συρμού στην Ιταλία από μίμηση των Ελλήνων και Λατίνων κλασσικών. Παραστάσεις ή αναγνώσεις θεατρικών έργων ή και απλός δανεισμός και ανταλλαγή βιβλίων και εκδόσεων δραμάτων θα εγίνονταν οπωσδήποτε. Έτσι πρωτογνώρισαν οι ποιητές μας τα νέα λογοτεχνικά είδη, την τραγωδία, την κωμωδία, την ποιμενική κωμωδία, το ειδύλλιο. Το ακόλουθο βήμα ήταν να γράψουν οι ίδιοι οι Κρητικοί, και μάλιστα να γράψουν στη μητρική τους γλώσσα, τα ελληνικά, και ακριβέστερα στο κρητικό ιδίωμα.
Κύριο γλωσσικό όργανο της Ακαδημίας των Vivi στην ποίηση και τη ρητορεία, ήταν βέβαια, όπως και στο ανάλογο σωματείο των Stravaganti στο Κάστρο, η ιταλική γλώσσα. Η χρήση αυτή δεν πρέπει να μας ξενίζει. Στα Επτάνησα, ακόμη έως τα μέσα του ΙΘ’ αιώνα, ο Σολωμός έγραφε στα ιταλικά στίχους, λόγους, επιστολές και σχεδιάσματα των ελληνικών ποιημάτων του. Υπάρχουν όμως ενδείξεις ότι και η ελληνική γλώσσα αντιπροσωπευόταν στις λογοτεχνικές δραστηριότητες των Βενετοκρητικών λογίων. Είναι λοιπόν πιθανό ότι οι Vivi επέδρασαν αποφασιστικά στη γένεση του Κρητικού Θεάτρου. Πραγματικά δεν μπορεί να είναι τυχαίο ότι στο Ρέθυμνο ιδρύθηκε η πρώτη κρητική Ακαδημία στα 1562 και στην ίδια πόλη γράφει στα τέλη του ίδιου αιώνα ο παλαιότερος γνωστός θεατρικός συγγραφέας μας, ο Χορτάτσης. Έτσι εξηγείται και η εκπληκτική ωριμότητα που δείχνουν τα πρώτα αυτά έργα του Κρητικού Θεάτρου.
Παράλληλα συνεχίστηκε η λογοτεχνική παραγωγή στα ιταλικά, και στα 1619 ένα θεατρικό έργο του Ρεθεμνιώτη ποιητή Αντωνίου Πάντιμου παίχθηκε στο Κάστρο με την ευκαιρία των γάμων μιας νέας από την αρχοντική γενιά των Καλλεργών. Ο Πάντιμος ήταν τότε μόνο δεκαοκτώ ετών!
Ο Λίνος Πολίτης παρατήρησε ήδη πως βελτιώθηκαν τα ιταλικά είδη του λόγου, ιδιαίτερα το ποιμενικό δράμα, όταν μεταφέρθηκαν από την Ιταλία στη βενετοκρατούμενη Κρήτη. Η ποιμενική ποίηση είχε γεννηθεί στις πόλεις της δυτικής Ευρώπης από τη νοσταλγία του αστού για την απλή φυσική ζωή της υπαίθρου. Έτσι όταν το γλυκερό ιταλικό ειδύλλιο μεταφυτεύθηκε στην Κρήτη, πήρε θερμότητα και ζωντάνια. Η συμβατική και ανύπαρκτη Arcadia των ιταλικών ποιμενικών έργων, μεταφέρθηκε στην πραγματικότατη Νίδα ή στο όμορφο Αμάρι που οι Κρητικοί τα ήξεραν και τα ζούσαν. Ένα στεγνό βιβλιακό είδος του εργαστηρίου ενώθηκε με τη ρωμαλέα ρίζα της Κρήτης και γέννησε αριστουργήματα.
Αυτό είναι το μεγάλο μυστικό της κρητικής λογοτεχνίας, αλλά και κάθε μεγάλης τέχνης, η ευρύτερη λαϊκή βάση, το δέσιμο με την εθνική παράδοση, η σύνθεση του ατομικού και προσωπικού στοιχείου με τη μεγάλη ομαδική ζωή.
ΑΝΔΡΙΑΝΑΚΗΣ ΜΙΧΑΛΗΣ
Η
Μονή του Αρκαδίου, αφιερωμένη στη μνήμη της Μεταμόρφωσης του Σωτήρα και
των αγίων Κωνσταντίνου και Ελένης, έχει ιδιαίτερη σημασία ως το πλέον
χαρακτηριστικό παράδειγμα της Κρητικής Αναγέννησης, αλλά και λόγω της
έντονης συμμετοχής της στους απελευθερωτικούς αγώνες των κρητικών, με
αποκορύφωμα την πολιορκία και την αυτοθυσία των κλεισμένων σε αυτή
υπερασπιστών το 1866. Τα πρώτα βεβαιωμένα στοιχεία για τη Μονή ανάγονται
στις αρχές του 16ου αιώνα, εποχή κατά την οποία κτίστηκε και το αρχικό
μονόχωρο καθολικό. Το 1572 κάτω από την καθοδήγηση του ιδιοκτήτη της
Μονής Ματθαίου Καλλέργη και του ηγουμένου Κλήμη Χορτάτζη, η Μονή
μετατρέπεται σε κοινόβιο και αρχίζει η οικοδόμηση του νέου δίκλιτου
καθολικού με την περίλαμπρη πρόσοψη από λαξευτό πωρόλιθο, στη σύνθεση
της οποίας έχουν αναγνωριστεί άμεσες επιδράσεις από τα έργα των μεγάλων
αρχιτεκτόνων Sebastiano Serlio και Andrea Palladio.
Η Μονή Αρκαδίου είναι ένα τετράπλευρο συγκρότημα μεγίστων διαστάσεων 73,80Χ78,80 μέτρων, που περικλείει μια μεγάλη αυλή στο μέσο και προς τα νότια της οποίας υπάρχει το νέο καθολικό. Στη δυτική πτέρυγα, όπου υπάρχει και η κεντρική πύλη με το τοξωτό διαβατικό υπάρχουν θολοσκέπαστοι, αποθηκευτικοί χώροι στο ισόγειο και κελιά μοναχών στον όροφο. Στη βόρεια πτέρυγα υπάρχει το σύγχρονο ηγουμενείο, που αντικατέστησε το κατεστραμμένο αρχικό και στη συνέχεια ένα μεγάλο θύρωμα οδηγεί στην κλειστή αυλή της κοινής τράπεζας. Ανατολικά της τράπεζας και εκατέρωθεν ενός μεγάλου θολοσκέπαστου χώρου, του "σαρνιτσίου", που έχει κάτω από το δάπεδό του ισομεγέθη δεξαμενή, είναι διατεταγμένα τα μαγειρεία, ο φούρνος, το ζυμωτήριο, αποθήκες τροφίμων και διώροφα κελιά μοναχών. Στη συνέχεια η πτέρυγα κλείνει με την κρασαποθήκη, που είχε μετατραπεί σε πυριτιδαποθήκη το 1866 και ανατινάχθηκε, στέλνοντας στο θάνατο εχθρούς και φίλους από τον Κωνσταντίνο Γιαμπουδάκη. Ακολουθεί η ανατολική πύλη και στη συνέχεια τα, ως επί το πλείστον διώροφα κελιά της ανατολικής πτέρυγας. Το ανατολικό τμήμα της νότιας πτέρυγας στο ισόγειο με την κλειστή, θολωτή στοά, ονομάζεται "Μεσοκούμια και φιλοξενούσε τους γέροντες και ασθενείς μοναχούς, ενώ στον όροφο υπάρχουν κελιά με πλατύ διάδρομο μπροστά τους. Ακολουθούν προς τα δυτικά συνεχόμενοι, θολοσκέπαστοι χώροι, που χρησίμευαν ως αποθήκες για το λάδι και το κρασί, προϊόντα για τα οποία η Μονή φημιζόταν πάντα. Στους χώρους αυτούς πρόκειται να στεγαστεί το νέο Μουσείο, που σήμερα φιλοξενείται στα νεώτερα κτίσματα, πάνω από τις αποθήκες. Δυτικά της Μονής είναι κτισμένο το βαρύ συγκρότημα των στάβλων, αποτελούμενο από τρεις θολοσκέπαστους χώρους και κτίστηκε το 1714. Εκτός από το καθολικό, που κτίστηκε μεταξύ του 1572 και 1587, το υπόλοιπο συγκρότημα της Μονής Αρκαδίου κτίστηκε μεταξύ του 1670 και 1714, όπως διαπιστώνουμε από τις σωζόμενες επιγραφές, αλλά και από τις πληροφορίες των ιστορικών πηγών. Πρόκειται για ένα τυπικό παράδειγμα μανιεριστικής αρχιτεκτονικής, που είχε επικρατήσει στη βενετοκρατούμενη Κρήτη από τα μέσα του 16ου αιώνα και απετέλεσε της τοπικής λαϊκής παράδοσης. Η Μονή έχει πολλές οικοδομικές φάσεις, που χρονολογούνται κυρίως μετά τη μεγάλη καταστροφή του 1866. Η Μονή Αρκαδίου στα χρόνια της λειτουργίας της υπήρξε κέντρο Παιδείας, αντιγραφής χειρογράφων και άσκησης της χρυσοκεντητικής . Πολλά χειρόγραφα σώζονται σε βιβλιοθήκες του εξωτερικού, ενώ ένας σημαντικός αριθμός από χρυσοκέντητα άμφια, έργα των καλλιτεχνών-μοναχών, εκτίθενται στο Μουσείο, ή σώζονται στα διάφορα, μεγάλα κέντρα της Ορθοδοξίας. |
Συντάκτης |
Μιχάλης Ανδριανάκης, αρχαιολόγος |
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου