Γ. ΧΟΡΤΑΤΖΗΣ

Ο Γεώργιος Χορτάτσης γεννήθηκε στο Ρέθυμνο στα μέσα του 16ου αιώνα και πέθανε μετά το 1605. Είναι σύγχρονος του Σαίξπηρ και του Δομίνικου Θεοτοκόπουλου. Τα στοιχεία που έχουμε για τη ζωή του είναι πολύ λίγα. Καταγόταν από αρχοντική γενιά του Βυζαντίου και οι πρόγονοί του έφτασαν στην Κρήτη από τη Μικρά Ασία. Η οικογένειά του ανήκε στην τάξη των ευγενών ή των μεγαλοαστών. Οι Χορτάτσηδες αναφέρονται από έναν Ιταλό περιηγητή του 15ου αιώνα ως η πρώτη οικογένεια που εγκαταστάθηκε στην Κρήτη την εποχή του Νικηφόρου Φωκά. Επίσης, στα 1644, σε απογραφή που έγινε στο νησί, οι Χορτάτσηδες φαίνεται να ανήκουν στους Κρητικούς ευγενείς. Εξάλλου και ο εκδότης της Ερωφίλης, ο Κρητικός Αμβρόσιος Γραδενίγος, χαρακτήρισε το έργο ως «ποίημα του λογιωτάτου και ευγενεστάτου κυρίου Γεωργίου Χορτάτση του Κρητικού».     Γεγονός πάντως είναι ότι η καλή οικονομική κατάσταση της οικογένειάς του τού επέτρεψε να αποκτήσει σημαντική για την εποχή μόρφωση. Το περιβάλλον του Χορτάτση αποτελείται από μορφωμένους αστούς και ευγενείς. Οι περισσότεροι γνωρίζουν άριστα την ιταλική γλώσσα και έχουν φοιτήσει σε πανεπιστήμια της Ιταλίας, ενώ αρκετοί γνωρίζουν λατινικά και αρχαία ελληνικά. Η παραμονή τους στα πνευματικά κέντρα της εποχής πλούτισε τις γνώσεις τους και άνοιξε τους ορίζοντές τους. Επιστρέφοντας στην πατρίδα τάχθηκαν με ενθουσιασμό υπέρ της πνευματικής της αναγέννησης. Ο Χορτάτσης έζησε αρκετό καιρό στο Χάνδακα (σημερινό Ηράκλειο). Στο έργο του ο Κατσούρμπος συναντάμε περιγραφές εκκλησιών, λαϊκών συνοικιών και άλλων παρόμοιων στοιχείων που αποδεικνύουν την παραμονή του εκεί. Τέλος, σύμφωνα με τους μελετητές, η δεκαετία του 1590 τον βρίσκει να κυριαρχεί στη θεατρική ζωή του νησιού ως προικισμένος θεατρικός συγγραφέας.
    Από το έργο του αποδεικνύεται ότι βρίσκεται πιο κοντά στη δυτική παιδεία από ό,τι στην αρχαία ελληνική. Τα έργα του φανερώνουν ότι είχε πολύ καλή γνώση της ποιητικής τέχνης και ότι είχε μελετήσει τα έργα μεγάλων ποιητών της εποχής, όπως του G.B. Giraldi, του L. Groto, του Τ. Tasso, του G.B. Guarini. Επίσης πρέπει να είχε παρακολουθήσει και θεατρικές παραστάσεις. Στο έργο του υπάρχουν στοιχεία που μαρτυρούν την επίδραση που δέχτηκε από μεγάλους δημιουργούς της Δύσης. Κατάφερε όμως να αξιοποιήσει με τον καλύτερο τρόπο τις κατακτήσεις των Ιταλών και να παρουσιάσει ένα έργο άρτιο σε τεχνική και προσαρμοσμένο στα δεδομένα του τόπου του.
    Το έργο του περιλαμβάνει όλα τα είδη του αναγεννησιακού θεάτρου: κωμωδία Κατσούρμπος, τραγωδία Ερωφίλη, ποιμενικό δράμα Πανώρια, τα οποία συνέγραψε στα τέλη περίπου του 16ου αιώνα, την εποχή δηλαδή που η Κρήτη βρισκόταν στην καλλιτεχνική και πνευματική της ακμή. Ο Χορτάτσης χαρακτηρίστηκε αναγεννησιακός ποιητής. Στο έργο του αποτυπώνονται οι κλασικές του γνώσεις και η ρητορική του ικανότητα. Τα ρητορικά σχήματα ποικίλλουν και ο δεκαπεντασύλλαβος στίχος αποδίδεται με ξεχωριστή δεξιοτεχνία, κρατώντας αποστάσεις από τον δεκαπεντασύλλαβο του δημοτικού τραγουδιού. Η γλώσσα του είναι δημοτική, ιδιωματική. Το κρητικό ιδίωμα, καθαρό και απαλλαγμένο από ξένες γλωσσικές επιδράσεις, σε συνδυασμό με το έντεχνο και επιμελημένο ύφος, καθηλώνει τον αναγνώστη ή ακροατή. Η χρήση της συνίζησης και του διασκελισμού βοηθάει την έκφραση στοχαστικών νοημάτων.
    Ο Χορτάτσης ήταν γνωστός στην εποχή του και καταξιωμένος ποιητής στη συνείδηση των συμπολιτών του. Σε όλη τη διάρκεια του 18ου αιώνα η Ερωφίλη βρίσκεται παρούσα στα έργα των ποιητών και η διακειμενική παρουσία της αποδεικνύει την απήχηση που είχε. Το δράμα γνώρισε πολλές εκδόσεις και δόθηκαν πολλές παραστάσεις στην Κρήτη. Μετά την τουρκική κατάκτηση διαδόθηκε στα Επτάνησα και από εκεί στην Άρτα, στην Αμφιλοχία κ.α. Αποσπάσματα του έργου σταδιακά πέρασαν στην προφορική παράδοση αξιοποιήθηκαν από το δημοτικό τραγούδι.
Η Ερωφίλη επέδρασε και στο έργο άλλων Κρητικών ποιητών: Κορνάρος, Τρωίλος, Φόσκολος, καθώς και στο έργο των Επτανησίων. Τέλος, το 1903 ο Παλαμάς, στον πρόλογο της Τρισεύγενης, μνημονεύει το Χορτάτση ως πατέρα της νεοελληνικής δραματουργίας.

Γεώργιος ο Xορτάτσης

Προς τον εκλαμπρότατον

και υψηλότατον κύριον
Iωάννη το Mούρμουρη ρήτορα
αξιότατο

Kαθώς στολίζου μ' όμορφο και λαμπυρό χρουσάφι,

      σαν αποξετελειώσουσι τσ' εικόνες οι ζωγράφοι,
και τότε σ' τόπο φανερό τσι πάσι και κρεμούσι,
      κι όλοι που τσι θωρούσινε θαμάζου και παινούσι,
τέτοιας λογής πάσα καιρό κ' εκείνοι οπού τελειώσου
      του νου τως κόπο τίβοτας, πριν όξω τονέ δώσου,
μεγάλου αθρώπου κιανενός κι άξου τονέ χαρίζου,
      και τόσα με τη χάρη του πλήσα τονέ στολίζου,
π' όλοι απού το γροικήσουσι, ποθού να τον ανοίξου,
      τσι στίχους του να δούσινε, τα λέσι να γροικήξου.
Για τούτο, απείς τα πάθη μου κ' οι πόνοι μου οι περίσσοι
      τούτη κ' εμένα εκάμασι το νου μου να γεννήσει
την τραγωδιά, το ποίημα τση τύχης μου, ν' αφήσω
      να 'βγει όξω δεν ηθέλησα, πρίχου να τη στολίσω
μ' όνομα ευγενικότατο κι άξο, καθώς τυχαίνει,
      πάσα καιρό από λόγου του να στέκει βλεπημένη,
κ' η ευγενειά κ' η χάρη του να προσκαλού πάσ' ένα
      να τη θωρεί μετά χαράς και να κρατεί δεμένα
τα χείλη των κακόγλωσσω, τά σφάνω να σωπούσι,
      κι ουδέναν εισέ ψέγωση λόγο ποτέ να πούσι.
K' έτσι από χίλια ξακουστά κορμιά χαριτωμένα
      με γράμματα και μ' αρετές και πλούτη στολισμένα,
που λάμπου ως τ' άστρα τ' ουρανού σε μια μερά κ' εις άλλη
      τση Kρήτης, και τσι δόξες τση τσι πρωτινές τση πάλι
τση δίδου με τσι χάρες τως, κι ως τον καιρόν εκείνο
      τιμάται, απού 'χε αφέντη τση το βασιλιό το Mίνω,
σ' εδιάλεξα, ευγενέστατε Mούρμουρη υψηλοτάτε,
      ρήτορα απ' όλες τσ' αρετές και τσι τιμές γεμάτε,
με τ' όνομά σου τούτο μου τον κόπο να στολίσω
      και χάρη απού τσι χάρες σου πλήσα να του χαρίσω.
Mα το 'θελεν η πεθυμιά κ' εζήτα η όρεξή μου,
      χίλιοι του νου μου λογισμοί πάλι αμποδίζασί μου:
Ποιος μου 'λεγε "δεν πρέπουσι να στέκου στολισμένοι
      τοίχοι άσκημοι και χαμηλοί και κακοσοθεμένοι
φτωχού σπιτιού, μ' ολόχρουσα πανιά, μηδέ νιψίδι
      προσώπου κόρης άσκημης πλήσο κιανείς να δίδει".
Ποιος τέτοιο λίγο χάρισμα να πέψω να σου δώσω
      δε μ' άφηνε, τσι λογισμούς για να μηδέ σποδώσω
του νου σου τσι ψηλότατους. Ποιος "πλήθος ν' ανασώσεις
      γυρεύγεις, μου 'λεγε συχνιά, τση θάλασσας τση τόσης
μ' ένα θολό κι απόμικρο ποτάμι απ' αποφρύσσει
      πρι παρ' απού τη βρύση του την ίδια να κινήσει".
K' έτσι σε δειλοσκόπησην εστέκουμου μεγάλη,
      κι ο νους μου εσέρνετο συχνιά σε μια μερά κ' εις άλλη,
κ' έστεκ' αρίφνητο καιρό δίχως ν' αποφασίσω
      να κάμω το 'χα πεθυμιά γή να συρθώ ξοπίσω.
Πούρι το θέλ' η όρεξη συγκλίνω να τση δώσω,
      γιατί όσο σε θωρώ ψηλό, σε βλέπω κι άλλο τόσο
με σπλάχνος ανεξείκαστο κι άμετρη καλοσύνη
      κι απού την περηφάνεση μακρά του κόσμου κείνη
τη σκοτεινή, που δε γεννά λάβρα ουδέ φως χαρίζει,
      μα τσίκνα μόνο και καπνό τα τρίγυρα γεμίζει.
Παρακαλώ το λοιπονίς την εξοχότητά σου
      με πρόσωπο πασίχαρο τα χέρια τση να πιάσου
τούτο το λίγο χάρισμα, και τ' όνομα ν' αφήσει
      το βγενικό και τ' άξο τση στολή να του χαρίσει·
κ' εις τούτον απ' εβάλθηκα το πέλαγος το πλήσο
      μ' έτσι μικρό κι ανήμπορο καράβι ν' αρμενίσω,
γίνε οδηγός τση στράτας μου, να φύγω του χειμώνα
      τσ' ανεμικές, κι ως πεθυμώ, ν' αράξω στο λιμνιώνα.
Γιατί όσες θέλου ταραχές κι ανέμοι να γερθούσι
      κι όσα φουσκώσου κύματα, στο βράχος δε μπορούσι
ποτέ τως να με ρίξουσι, γή αλλιώς να με ζημιώσου,
      θωρώντας μόνο ως άστρο μου λαμπρό το πρόσωπό σου.
Kι αν έν' και τ' αποκότησα χάρισμα να σου δώσω
      π' άξο, καθώς ετύχαινε, καλά δεν είναι τόσο,
τση τύχης δος το φταίσιμο, κι όχι του θελημάτου·
      γιατί ψηλές τσι πεθυμιές πάσα καιρόν εκράτου,
μα κείνη χάμαι τσ' έριξε, και τα φτερά απού σώνα
      σ' όρος να μ' ανεβάσουσι ψηλό απού τ' Eλικώνα,
μ' έκοψ' όνταν αρχίζασι κ' εχαμηλοπετούσα,
      κ' η όρεξη μ' απόμεινε μόνο σαν πρώτας πλούσα·
κι αντίς τα θάρρειε κι όλπιζε κ' έδειχνε κ' έτασσέ μου,
      κ' εις τσ' ουρανούς συχνότατα το νουν ανέβαζέ μου,
μου κτίζει πύργους στο γιαλό, περβόλια στον αέρα,
      κι ό,τι τη νύκτα μεριμνώ χάνουνται την ημέρα.

(από την Kρητική Λυρική Ποίηση, Eρμής 1999) 


Η τραγωδία αποτελείται από πρόλογο, πέντε πράξεις, χορικά στο τέλος κάθε πράξης και ιντερμέδια (αυτόνομα μουσικοχορευτικά επεισόδια που παρεμβάλλονται μεταξύ των πράξεων). Το έργο διαδραματίζεται στην Αίγυπτο. Ο βασιλιάς της χώρας, Φιλόγονος, έχει σκοτώσει τον αδερφό του, νόμιμο βασιλιά, και έχει ανέβει στο θρόνο μαζί με τη γυναίκα του αδερφού του. Ο βασιλιάς έχει μια κόρη, την Ερωφίλη, που ερωτεύεται έναν νέο που ζει στη βασιλική αυλή, τον Πανάρετο. Ο Πανάρετος είναι γιος του βασιλιά της Τσέρτσας (ίσως να εννοείται η Γεωργία) που έχει κυριευθεί από εχθρούς· έχει καταφύγει στην Αίγυπτο κρατώντας κρυφή την ταυτότητά του γιατί κινδυνεύει η ζωή του, αφού είναι νόμιμος διάδοχος του θρόνου. Οι δύο νέοι έχουν μεγαλώσει μαζί και η φιλία τους εξελίσσεται σε έρωτα που σφραγίζεται με έναν μυστικό γάμο τον οποίο γνωρίζουν μόνο εκείνοι οι δύο.
Τα βασικά πρόσωπα είναι τρία: η Ερωφίλη, ο Πανάρετος και ο Βασιλιάς Φιλόγονος. Ο κάθε ήρωας έχει ένα έμπιστο πρόσωπο: η Ερωφίλη τη νένα Χρυσόνομη, ο Πανάρετος τον φίλο του Καρπόφορο και ο βασιλιάς έναν πιστό Σύμβουλο. Ο χορός αποτελείται από γυναίκες της ακολουθίας της Ερωφίλης και εμφανίζονται επίσης το φάντασμα (Ασκιά) του δολοφονημένου αδερφού του Φιλόγονου και ένας μαντατοφόρος. Τηρείται η κλασικίζουσα ενότητα της δράσης, του χώρου και του χρόνου (ενιαίο θέμα, που διαδραματίζεται σε έναν χώρο και η δράση διαρκεί μία ημέρα).
Το έργο προλογίζεται από τον Χάρο, που αναφέρεται στην παντοδυναμία του και στη ματαιότητα της δόξας και των υλικών αγαθών. Στην πρώτη πράξη εμφανίζεται αρχικά ο Πανάρετος που αποκαλύπτει στον Καρπόφορο το μυστικό του κρυφού γάμου (ενώ μέσα από τη συζήτηση οι θεατές πληροφορούνται για τη βασιλική καταγωγή του) και σε επόμενη σκηνή ο Βασιλιάς αποκαλύπτει στον Σύμβουλο το σχέδιο να παντρέψει την Ερωφίλη και τα προξενιά που του έχουν προτείνει. Στο πρώτο χορικό υμνείται η παντοδυναμία του Έρωτα.
Στη δεύτερη πράξη, μετά από ένα μονόλογο του Βασιλιά στον οποίο εκφράζει την αγάπη για την κόρη του, εμφανίζεται στη σκηνή η Ερωφίλη που αφηγείται ένα εφιαλτικό όνειρο και συζητά με την παραμάνα της για τη δυσκολία της κατάστασης στην οποία έχει περιέλθει. Στο τέλος της σκηνής ο Βασιλιάς στέλνει τον Πανάρετο να πείσει την Ερωφίλη να αποδεχτεί ένα από τα δύο προξενιά. Στο χορικό καταδικάζεται η ηθική κατάπτωση και η υπερηφάνεια του ανθρώπου.
Στην τρίτη πράξη δεσπόζει αρχικά ο διάλογος μεταξύ της Ερωφίλης και του Πανάρετου, που ανταλλάζουν όρκους αιώνιας πίστης, και στη συνέχεια η εμφάνιση της σκιάς του δολοφονημένου βασιλιά που ορκίζεται να εκδικηθεί τον Φιλόγονο. Η πράξη κλείνει με έναν αλαζονικό μονόλογο του Φιλόγονου που μακαρίζει τον εαυτό του για την τύχη και τη δύναμή του και ανακοινώνει την επιθυμία του να συναντήσει την Ερωφίλη για να συζητήσουν για τα προξενιά. Στο χορικό οι γυναίκες καταδικάζουν την επιθυμία για πλούτο και δόξα.

Σχέδιο του Γ. Τσαρούχη για το πρόγραμμα της παράστασης της «Ερωφίλης» από τη Λαϊκή Σκηνή του Κ. Κουν (1934)
Στην τέταρτη πράξη αποκαλύπτεται πως ο βασιλιάς ανακάλυψε την κρυφή σχέση της Ερωφίλης και του Πανάρετου. Ο σύμβουλος προσπαθεί να τον ηρεμήσει και η Ερωφίλη αντιστέκεται απέναντί του προσπαθώντας να τον στρέψει με το μέρος της. Παρά τις παροτρύνσεις του χορού και του συμβούλου ο βασιλιάς ανακοινώνει την απόφασή του να θανατώσει τον Πανάρετο, τον οποίο συναντά στην τελευταία σκηνή της πράξης. Ο Πανάρετος επιχειρεί να κερδίσει την εύνοια του βασιλιά και επιμένει για τη βασιλική καταγωγή του χωρίς να γίνεται πιστευτός. Στο χορικό οι γυναίκες παρακαλούν τον Ήλιο να βοηθήσει το ζευγάρι.
Στην πέμπτη πράξη ανακοινώνεται από τον μαντατοφόρο στον Χορό η σκληρή τιμωρία του Πανάρετου: ο βασιλιάς τον σκότωσε, του έκοψε το κεφάλι, τη γλώσσα και τα χέρια και του ξερίζωσε την καρδιά, με σκοπό να τα προσφέρει ως δήθεν γαμήλιο δώρο στην Ερωφίλη. Η συνάντηση πατέρα και κόρης γίνεται στην επόμενη σκηνή και ο βασιλιάς προσποιείται πως αποδέχεται το γάμο και προσφέρει μία λεκάνη με τα κομμένα μέλη του Πανάρετου στην Ερωφίλη. Εκείνη αυτοκτονεί και στο τέλος του έργου ο χορός σκοτώνει το Βασιλιά.

Ιντερμέδια

Τα κρητικά θεατρικά συνοδεύονται από ιντερμέδια, μικρά θεατρικά έργα που παίζονταν μεταξύ των πράξεων. Χαρακτηριστικό τους ήταν ο ψυχαγωγικός χαρακτήρας, η έμφαση στη δράση και το πλούσιο θέαμα, με μουσική, κουστούμια, σκηνικά εφέ και χορογραφίες. Όλες οι εκδόσεις της Ερωφίλης συνοδεύονταν από τέσσερα ιντερμέδια με αυτόνομη υπόθεση, που φαίνεται πως είναι έργο του Χορτάτση. Βασίζονται στο έργο Gerusalemme Liberata (Απελευθερωμένη Ιερουσαλήμ) του Τορκουάτο Τάσο. Πρωταγωνιστές είναι η μάγισσα Αρμίδα και ο χριστιανός ιππότης Ρινάλδο: η Αρμίδα κρατά με μάγια αιχμάλωτο τον Ρινάλδο στον μαγικό κήπο της, αλλά δύο χριστιανοί Σταυροφόροι που φτάνουν εκεί νικούν τους δαίμονες και τα άγρια θηρία που βρίσκονται στον κήπο και αφυπνίζουν τον Ρινάλδο, που τους ακολουθεί στην πολιορκία της πόλης. Η Αρμίδα ορκίζεται να τιμωρήσει τον Ρινάλδο και ζητά τη βοήθεια των Τούρκων. Εκείνος όμως νικά τους Τούρκους σε μία αποφασιστική μονομαχία και η πόλη παραδίδεται στους Σταυροφόρους.
Το θέμα που δεσπόζει στο έργο, όπως φαίνεται ήδη από τον πρόλογο αλλά και από τα χορικά, είναι η υπερηφάνεια και η απληστία, που είναι ο πρόξενος των περισσοτέρων κακών, αλλά τελικά αποδεικνύονται μάταια, αφού οι μεταστροφές της τύχης είναι απροσδόκητες και κοινό τέλος όλων των ανθρώπων είναι ο θάνατος, μπροστά στον οποίο δεν μπορεί να αντισταθεί ούτε η δύναμη, ούτε τα πλούτη, ούτε άλλες αρετές. Μόνο ο Έρωτας φαίνεται να έχει την απόλυτη δύναμη να υπερβεί τη δύναμη του θανάτου, γι' αυτό και ο βασιλιάς που επιχείρησε να αγνοήσει τη δύναμη του Έρωτα τιμωρήθηκε.
Ως προς την δραματουργική τεχνική οι διάφορες επιλογές του Χορτάτση θεωρούνται επιτυχημένες: προετοιμάζει τις δραματικές κορυφώσεις και εντείνει την αγωνία του θεατή, είτε με τραγικές προοικονομίες ( ο πρόλογος του Χάρου, η εμφάνιση του φαντάσματος του νεκρού βασιλιά που ζητάει εκδίκηση), είτε με τραγικές ειρωνίες και ανατροπές (η υπόσχεση του Καρπόφορου να βοηθήσει, η προσποιητή χαρά του βασιλιά)[2]. Ενδιαφέρον στοιχείο της διασκευής του προτύπου είναι και η εισαγωγή του στοιχείου της εξέγερσης των γυναικών, που δεν υπάρχει στο ιταλικό πρότυπο, και απηχεί το ενδιαφέρον του Χορτάτση για την αναβάθμιση του ρόλου του γυναικείου φύλου[3]. Ένα άλλο στοιχείο που επισημαίνεται είναι ο λυρισμός που επικρατεί ιδίως στα χορικά[4]

ΚΑΤΣΟΥΡΜΠΟΣ (ΚΩΜΩΔΙΑ)

Γεώργιος Χορτάτσης
 Ο Κατζούρμπος είναι νεώτερο έργο (μετά την Πανώρια και την Ερωφίλη) του Ρεθύμνιου ποιητή Γεώργιου Χορτάτση. Η κωμωδία αυτή είναι γραμμένη σε δεκαπεντασύλλαβο ιαμβικό στίχο με ζευγαρωτή ομοιοκαταληξία και πιθανότατα γράφτηκε ανάμεσα στα έτη 1596 και 1601. Αυτό συμπεραίνεται από αναφορές που υπάρχουν στον σουλτάνο Μεχμέτ Γ΄ (που ανέβηκε στο θρόνο στα 1595) και στον Ηγεμόνα της Μολδοβλαχίας Μιχαήλ του Γενναίου (που πέθανε το 1601). Το έργο διαδραματίζεται στο Κάστρο της Κρήτης, ξεκινά με πρόλογο, τον οποίο αφηγείται ο Έρωτας, και έχει πέντε πράξεις και τέσσερα ιντερμέδια. Τα ιντερμέδια βασίζονται στο έργο Gerusalemme Liberata (Απελευθερωμένη Ιερουσαλήμ) του Torquato Tasso και τις Μεταμορφώσεις του Οβιδίου. Η υπόθεση του Κατζούρμπου είναι η ακόλουθη: ο Νικολός αγαπά την Κασσάνδρα, αλλά η θετή μητέρα της θέλει η κόρη της να γίνει ερωμένη του γέρο-Αρμένη. Ο Νικολός προσπαθεί να παρεμποδίσει τη σχέση και με τη βοήθεια μιας γειτόνισσας φανερώνονται τα σχέδια στη γυναίκα του Αρμένη και στον πατέρα του Νικολού. Τελικά η Κασσάνδρα αποδεικνύεται ότι είναι η χαμένη κόρη του γερο-Αρμένη, την οποία είχαν αρπάξει οι Τούρκοι και έτσι η Κασσάνδρα παντρεύεται το νέο που αγαπά. Τα κύρια πρόσωπα του έργου σχετίζονται με τους τυπικούς χαρακτήρες της ιταλικής κωμωδίας όπως τον σχολαστικό δάσκαλο, τον ψευτοπαλληκαρά και τον δούλο του, τον δειλό στρατιωτικό, τους πεινασμένους και λαίμαργους υπηρέτες, τις υπηρέτριες και τις προξενήτρες. Το έργο χαρακτηρίζεται από έντονη ζωηράδα και σκηνική δράση, ζωντανούς διαλόγους και γνώρισε πολύ μεγάλη επιτυχία.  

ΠΑΝΩΡΙΑ (ΠΟΙΜΕΝΙΚΟ ΔΡΑΜΑ)-Γεώργιος Χορτάτσης

 Η Πανώρια είναι ποιμενικό δράμα (ο Στυλιανός Αλεξίου είχε χαρακτηρίσει το έργο ποιμενική κωμωδία) και αποδίδεται στον Γεώργιο Χορτάτση. Παλαιότερα οι μελετητές έδιναν στο έργο λανθασμένα τον τίτλο Γύπαρις, επειδή σωζόταν ανώνυμο στον βενετικό κώδικα Marcianus Graecus classe XI no 19 και στον Αθηναϊκό ελληνικό κώδικα 2978, ενώ το 1963 βρέθηκε πληρέστερος κώδικας (της συλλογής του Μάριου Δ. Δαπέργολα) που παραδίδει τον τίτλο Πανώρια και την αφιέρωση στον Βενετό άρχοντα Μάρκο Αντώνιο Βιάρο. Η Πανώρια είναι γραμμένη σε δεκαπεντασύλλαβους ομοιοκατάληκτους ιαμβικούς στίχους και αποτελείται από πέντε πράξεις. Στα σωσμένα χειρόγραφα του έργου υπάρχουν αρκετές διαφοροποιήσεις στον αριθμό των προλόγων και των ιντερμεδίων. Το πρωτότυπο του έργου είναι πιθανόν το ποιμενικό δράμα La Calisto του Βενετού ποιητή Luigi Groto που τυπώθηκε το 1583. Ο Χορτάτσης δεν μιμήθηκε δουλικά το ιταλικό πρότυπό του, αλλά κατόρθωσε να δώσει το δικό του προσωπικό ύφος στο έργο. Η υπόθεση του έργου είναι η ακόλουθη: Το έργο διαδραματίζεται στην Κρήτη. Ήρωες είναι οι βοσκοί Γύπαρις και Αλέξης που είναι ερωτευμένοι με τις βοσκοπούλες Πανώρια και Αθούσα. Όμως εκείνες απορρίπτουν τον έρωτά τους γιατί προτιμούν να ζουν ελεύθερες στα δάση του Ψηλορείτη. Οι δυο νέοι καταφεύγουν στη βοήθεια μιας Νεράιδας που τους συμβουλεύει να προσφέρουν θυσία στο βωμό της θεάς Αφροδίτης. Η θεά του Έρωτα ανταποκρίνεται στο αίτημά τους, στέλνει τον γιο της, τον Έρωτα και οι κοπέλες πληγώνονται από τα βέλη του. Το έργο τελειώνει με το γάμο των δύο ζευγαριών και το γαμήλιο γλέντι στον Ψηλορείτη.